Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
View word page
μεριστός
μεριστός μεριστός, ή, όν divided, divisible, Plat., Arist.
ShortDef
divided, divisible
Debugging
Headword:
μεριστός
Headword (normalized):
μεριστός
Headword (normalized/stripped):
μεριστος
IDX:
20748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20769
Key:
meristo/s
Data
{'content': 'μεριστός\n μεριστός, ή, όν\n divided, divisible, Plat., Arist.', 'key': 'meristo/s'}