Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μένω
Μεριδάρπαξ
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
View word page
μερίς
μερίς μερίς, ίδος, ἡ, μέρος a part, portion, share, parcel, Plat. a contribution, Dem. a part, division, class, Eur., Dem.
ShortDef
a part, portion, share, parcel
Debugging
Headword:
μερίς
Headword (normalized):
μερίς
Headword (normalized/stripped):
μερις
IDX:
20746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20767
Key:
meri/s
Data
{'content': 'μερίς\n μερίς, ίδος, ἡ,\n μέρος\n a part, portion, share, parcel, Plat.\n a contribution, Dem.\n a part, division, class, Eur., Dem.', 'key': 'meri/s'}