Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μεντορουργής
μένω
Μεριδάρπαξ
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
View word page
μερισμός
μερισμός μερισμός, οῦ, ὁ, a dividing, division, Plat.
ShortDef
a dividing, division
Debugging
Headword:
μερισμός
Headword (normalized):
μερισμός
Headword (normalized/stripped):
μερισμος
IDX:
20745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20766
Key:
merismo/s
Data
{'content': 'μερισμός\n μερισμός, οῦ, ὁ,\n a dividing, division, Plat.', 'key': 'merismo/s'}