Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μένος
μέν
μέντοι
Μεντορουργής
μένω
Μεριδάρπαξ
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
View word page
μεριμνητής
μεριμνητής μεριμνητής, οῦ, ὁ, from μεριμνάω one who is anxious about a thing, c. gen., Eur.
ShortDef
one who is anxious about
Debugging
Headword:
μεριμνητής
Headword (normalized):
μεριμνητής
Headword (normalized/stripped):
μεριμνητης
IDX:
20742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20763
Key:
merimnhth/s
Data
{'content': 'μεριμνητής\n μεριμνητής, οῦ, ὁ,\n from μεριμνάω\n one who is anxious about a thing, c. gen., Eur.', 'key': 'merimnhth/s'}