Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μενοινή
μένος
μέν
μέντοι
Μεντορουργής
μένω
Μεριδάρπαξ
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
View word page
μερίμνημα
μερίμνημα from μεριμνάω μερίμνημα, ατος, τό, anxiety, Soph.
ShortDef
anxiety
Debugging
Headword:
μερίμνημα
Headword (normalized):
μερίμνημα
Headword (normalized/stripped):
μεριμνημα
IDX:
20741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20762
Key:
meri/mnhma
Data
{'content': 'μερίμνημα\n from μεριμνάω\n μερίμνημα, ατος, τό,\n anxiety, Soph.', 'key': 'meri/mnhma'}