Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μένος
μέν
μέντοι
Μεντορουργής
μένω
Μεριδάρπαξ
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
View word page
μέριμνα
μέριμνα Deriv. uncertain. care, thought, esp. anxious thought, solicitude, Hes., Trag.; μ. τινος care for, Aesch., Soph.: —pl. cares, anxieties, Aesch., Ar. the thought, mind, Aesch.
ShortDef
care, thought
Debugging
Headword:
μέριμνα
Headword (normalized):
μέριμνα
Headword (normalized/stripped):
μεριμνα
IDX:
20739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20760
Key:
me/rimna
Data
{'content': 'μέριμνα\n Deriv. uncertain.\n care, thought, esp. anxious thought, solicitude, Hes., Trag.; μ. τινος care for, Aesch., Soph.: —pl. cares, anxieties, Aesch., Ar.\n the thought, mind, Aesch.', 'key': 'me/rimna'}