Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μενεσθεύς
μενετέος
μενετός
μενεφύλοπις
μενεχάρμης
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μένος
μέν
μέντοι
Μεντορουργής
μένω
Μεριδάρπαξ
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
View word page
μέντοι
μέντοι See μέν II 5

ShortDef

however, nevertheless; of course (answers)

Debugging

Headword:
μέντοι
Headword (normalized):
μέντοι
Headword (normalized/stripped):
μεντοι
IDX:
20734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20755
Key:
me/ntoi

Data

{'content': 'μέντοι\n See μέν II 5', 'key': 'me/ntoi'}