Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μενεαίνω
μενεγχής
μενεδήϊος
Μενέλαος
μενεπτόλεμος
Μενεσθεύς
μενετέος
μενετός
μενεφύλοπις
μενεχάρμης
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μένος
μέν
μέντοι
Μεντορουργής
μένω
Μεριδάρπαξ
μερίζω
μέριμνα
View word page
μενοεικής
μενοεικής μενο-εικής, ές εἰκός, ἔοικα suited to the desires, satisfying, sufficient, plentiful, agreeable to oneʼs taste, Hom.; τάφος μ. a plentiful funeral feast, Il.; μενοεικέα ὕλην great store of wood, Il.

ShortDef

suited to the desires, satisfying, sufficient, plentiful, agreeable to one's taste

Debugging

Headword:
μενοεικής
Headword (normalized):
μενοεικής
Headword (normalized/stripped):
μενοεικης
IDX:
20729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20750
Key:
menoeikh/s

Data

{'content': 'μενοεικής\n μενο-εικής, ές\n εἰκός, ἔοικα\n suited to the desires, satisfying, sufficient, plentiful, agreeable to oneʼs taste, Hom.; τάφος μ. a plentiful funeral feast, Il.; μενοεικέα ὕλην great store of wood, Il.', 'key': 'menoeikh/s'}