Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μέμονα
μεμπτός
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψίμοιρος
μέμψις
μεναίχμης
μενεαίνω
μενεγχής
μενεδήϊος
Μενέλαος
μενεπτόλεμος
View word page
μεμπτός
μεμπτός μεμπτός, ή, όν to be blamed, blameworthy, Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not contemptible, Thuc.:—adv. μεμπτῶς Plut. act. throwing blame upon, τινι Soph.; where μεμπτός is fem. for -τή.

ShortDef

to be blamed, blameworthy

Debugging

Headword:
μεμπτός
Headword (normalized):
μεμπτός
Headword (normalized/stripped):
μεμπτος
IDX:
20713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20734
Key:
mempto/s

Data

{'content': 'μεμπτός\n μεμπτός, ή, όν\n to be blamed, blameworthy, Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not contemptible, Thuc.:—adv. μεμπτῶς Plut.\n act. throwing blame upon, τινι Soph.; where μεμπτός is fem. for -τή.', 'key': 'mempto/s'}