Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μέμονα
μεμπτός
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψίμοιρος
μέμψις
μεναίχμης
μενεαίνω
μενεγχής
View word page
Μεμνόνειος
Μεμνόνειος from Μέμνων Μεμνόνειος, α, ον of Memnon.

ShortDef

of Memnon

Debugging

Headword:
Μεμνόνειος
Headword (normalized):
μεμνόνειος
Headword (normalized/stripped):
μεμνονειος
IDX:
20710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20731
Key:
*memno/neios

Data

{'content': 'Μεμνόνειος\n from Μέμνων\n Μεμνόνειος, α, ον\n of Memnon.', 'key': '*memno/neios'}