Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μέμονα
μεμπτός
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψίμοιρος
μέμψις
μεναίχμης
View word page
μεμηχανημένως
μεμηχανημένως adverb perf. part. of μηχανάομαι by stratagem, Eur.

ShortDef

by stratagem

Debugging

Headword:
μεμηχανημένως
Headword (normalized):
μεμηχανημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμηχανημενως
IDX:
20708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20729
Key:
memhxanhme/nws

Data

{'content': 'μεμηχανημένως\n adverb perf. part. of μηχανάομαι\n by stratagem, Eur.', 'key': 'memhxanhme/nws'}