Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μέμονα
μεμπτός
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψίμοιρος
μέμψις
View word page
μεμετρημένως
μεμετρημένως adverb perf. pass. part. of μετρέω according to a stated measure, Luc.

ShortDef

according to a stated measure

Debugging

Headword:
μεμετρημένως
Headword (normalized):
μεμετρημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμετρημενως
IDX:
20707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20728
Key:
memetrhme/nws

Data

{'content': 'μεμετρημένως\n adverb perf. pass. part. of μετρέω\n according to a stated measure, Luc.', 'key': 'memetrhme/nws'}