Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μέμονα
μεμπτός
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψίμοιρος
View word page
μεμελημένως
μεμελημένως adverb perf. pass. part. μέλω carefully, Plat.
ShortDef
carefully
Debugging
Headword:
μεμελημένως
Headword (normalized):
μεμελημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμελημενως
IDX:
20706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20727
Key:
memelhme/nws
Data
{'content': 'μεμελημένως\n adverb perf. pass. part.\n μέλω\n carefully, Plat.', 'key': 'memelhme/nws'}