Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μέμονα
μεμπτός
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
View word page
μεμβράς
μεμβράς .μεμβράς, άδος, a small kind of anchovy, Ar.
ShortDef
anchovy
Debugging
Headword:
μεμβράς
Headword (normalized):
μεμβράς
Headword (normalized/stripped):
μεμβρας
IDX:
20705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20726
Key:
membra/s
Data
{'content': 'μεμβράς\n .μεμβράς, άδος,\n a small kind of anchovy, Ar.', 'key': 'membra/s'}