Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
View word page
μελῳδία
μελῳδία μελῳδία, ἡ, a singing, chanting, Eur. a chant, choral song, Plat. from μελῳδός
ShortDef
a singing, chanting
Debugging
Headword:
μελῳδία
Headword (normalized):
μελῳδία
Headword (normalized/stripped):
μελωδια
IDX:
20700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20721
Key:
melw|di/a
Data
{'content': 'μελῳδία\n μελῳδία, ἡ,\n a singing, chanting, Eur.\n a chant, choral song, Plat.\n from μελῳδός', 'key': 'melw|di/a'}