Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
Μεμνόνειον
View word page
μελῳδέω
μελῳδέω μελῳδέω, to sing, chant, Ar. from μελῳδός

ShortDef

to sing, chant

Debugging

Headword:
μελῳδέω
Headword (normalized):
μελῳδέω
Headword (normalized/stripped):
μελωδεω
IDX:
20699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20720
Key:
melw|de/w

Data

{'content': 'μελῳδέω\n μελῳδέω,\n to sing, chant, Ar.\n from μελῳδός', 'key': 'melw|de/w'}