Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
μεμετρημένως
μεμηχανημένως
View word page
μελύδριον
μελύδριον μελύδριον, ου, τό, Dim. of μέλος II a ditty, Theocr., Bion.

ShortDef

a ditty

Debugging

Headword:
μελύδριον
Headword (normalized):
μελύδριον
Headword (normalized/stripped):
μελυδριον
IDX:
20698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20719
Key:
melu/drion

Data

{'content': 'μελύδριον\n μελύδριον, ου, τό,\n Dim. of μέλος II\n a ditty, Theocr., Bion.', 'key': 'melu/drion'}