Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
μεμβράνα
μεμβράς
μεμελημένως
View word page
Μελπομένη
Μελπομένη Μελπομένη, ἡ, Melpomene, a Muse, properly the songstress, Hes.: later the Muse of tragedy. from μέλπω

ShortDef

Melpomene

Debugging

Headword:
Μελπομένη
Headword (normalized):
μελπομένη
Headword (normalized/stripped):
μελπομενη
IDX:
20696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20717
Key:
*melpome/nh

Data

{'content': 'Μελπομένη\n Μελπομένη, ἡ,\n Melpomene, a Muse, properly the songstress, Hes.: later the Muse of tragedy.\n from μέλπω', 'key': '*melpome/nh'}