Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
μέμαα
View word page
μέλος
μέλος .μέλος, εος, a limb, Hom., etc.; μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, Aesch.; κατὰ μέλεα limb by limb, like μελεϊστί, Hdt. a song, strain, Hhymn., etc.:—esp. of lyric poetry, ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.; μέλη, τά, lyric poetry, the choral songs, opp. to the dialogue, Plat. the music to which a song is set, the tune, Plat.; ἐν μέλει in tune, Plat.; παρὰ μέλος, out of tune, Plat.

ShortDef

a limb; a phrase of song; a song

Debugging

Headword:
μέλος
Headword (normalized):
μέλος
Headword (normalized/stripped):
μελος
IDX:
20693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20714
Key:
me/los

Data

{'content': 'μέλος\n .μέλος, εος,\n a limb, Hom., etc.; μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, Aesch.; κατὰ μέλεα limb by limb, like μελεϊστί, Hdt.\n a song, strain, Hhymn., etc.:—esp. of lyric poetry, ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.; μέλη, τά, lyric poetry, the choral songs, opp. to the dialogue, Plat.\n the music to which a song is set, the tune, Plat.; ἐν μέλει in tune, Plat.; παρὰ μέλος, out of tune, Plat.', 'key': 'me/los'}