Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελλητής
μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
μελῳδός
μέλω
View word page
μελοποιός
μελοποιός μελο-ποιός, οῦ, ὁ, μέλος II, ποιέω a maker of songs, a lyric poet, Ar., Plat. as adj. tuneful, Eur.
ShortDef
a maker of songs, a lyric poet
Debugging
Headword:
μελοποιός
Headword (normalized):
μελοποιός
Headword (normalized/stripped):
μελοποιος
IDX:
20692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20713
Key:
melopoio/s
Data
{'content': 'μελοποιός\n μελο-ποιός, οῦ, ὁ,\n μέλος II, ποιέω\n a maker of songs, a lyric poet, Ar., Plat.\n as adj. tuneful, Eur.', 'key': 'melopoio/s'}