Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέλλησις
μελλητέος
μελλητής
μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρον
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μελῳδέω
μελῳδία
View word page
μελοποιητής
μελοποιητής μελοποιητής, οῦ, ὁ, from μελοποιός = μελοποιός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελοποιητής
Headword (normalized):
μελοποιητής
Headword (normalized/stripped):
μελοποιητης
IDX:
20690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20711
Key:
melopoihth/s
Data
{'content': 'μελοποιητής\n μελοποιητής, οῦ, ὁ,\n from μελοποιός\n = μελοποιός, Anth.', 'key': 'melopoihth/s'}