Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
μελίχρως
μελλείρην
μέλλημα
μέλλησις
μελλητέος
μελλητής
μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
View word page
μελλόγαμος
μελλόγαμος μελλό-γᾰμος, ον betrothed, Soph., Theocr.

ShortDef

betrothed

Debugging

Headword:
μελλόγαμος
Headword (normalized):
μελλόγαμος
Headword (normalized/stripped):
μελλογαμος
IDX:
20683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20704
Key:
mello/gamos

Data

{'content': 'μελλόγαμος\n μελλό-γᾰμος, ον\n betrothed, Soph., Theocr.', 'key': 'mello/gamos'}