Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
μελίχρως
μελλείρην
μέλλημα
μέλλησις
μελλητέος
μελλητής
μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
View word page
μελλητής
μελλητής μελλητής, οῦ, ὁ, μέλλω a delayer, loiterer, Thuc., Arist.
ShortDef
a delayer, loiterer
Debugging
Headword:
μελλητής
Headword (normalized):
μελλητής
Headword (normalized/stripped):
μελλητης
IDX:
20682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20703
Key:
mellhth/s
Data
{'content': 'μελλητής\n μελλητής, οῦ, ὁ,\n μέλλω\n a delayer, loiterer, Thuc., Arist.', 'key': 'mellhth/s'}