Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
μελίχρως
μελλείρην
μέλλημα
μέλλησις
μελλητέος
μελλητής
μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοποιέω
μελοποιητής
View word page
μέλλησις
μέλλησις μέλλησις, ιος, ἡ, μέλλω a being about to do, threatening to do, Thuc. an intention not carried into effect, delay, Thuc.; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Thuc. c. gen. rei, a putting off, a delaying to execute, Thuc.

ShortDef

a being about to do, threatening to do

Debugging

Headword:
μέλλησις
Headword (normalized):
μέλλησις
Headword (normalized/stripped):
μελλησις
IDX:
20680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20701
Key:
me/llhsis

Data

{'content': 'μέλλησις\n μέλλησις, ιος, ἡ,\n μέλλω\n a being about to do, threatening to do, Thuc.\n an intention not carried into effect, delay, Thuc.; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Thuc.\n c. gen. rei, a putting off, a delaying to execute, Thuc.', 'key': 'me/llhsis'}