Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
μελίχρως
μελλείρην
μέλλημα
μέλλησις
μελλητέος
μελλητής
μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μέλλω
μελογραφία
View word page
μελίχρως
μελίχρως μελί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = μελίχροος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίχρως
Headword (normalized):
μελίχρως
Headword (normalized/stripped):
μελιχρως
IDX:
20677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20698
Key:
meli/xrws

Data

{'content': 'μελίχρως\n μελί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,\n = μελίχροος, Anth.', 'key': 'meli/xrws'}