Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
μελίχρως
μελλείρην
μέλλημα
μέλλησις
μελλητέος
μελλητής
μελλόγαμος
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
View word page
μελίχροος
μελίχροος μελί-χρους, ουν χρόα = μελίχλωρος, Anth.
ShortDef
honied
Debugging
Headword:
μελίχροος
Headword (normalized):
μελίχροος
Headword (normalized/stripped):
μελιχροος
IDX:
20675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20696
Key:
meli/xrous
Data
{'content': 'μελίχροος\n μελί-χρους, ουν\n χρόα\n = μελίχλωρος, Anth.', 'key': 'meli/xrous'}