Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
μελίχρως
μελλείρην
μέλλημα
μέλλησις
μελλητέος
μελλητής
View word page
μελίφρων
μελίφρων μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν sweet to the mind, delicious, Hom., Hes.
ShortDef
sweet to the mind, delicious
Debugging
Headword:
μελίφρων
Headword (normalized):
μελίφρων
Headword (normalized/stripped):
μελιφρων
IDX:
20672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20693
Key:
meli/frwn
Data
{'content': 'μελίφρων\n μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n sweet to the mind, delicious, Hom., Hes.', 'key': 'meli/frwn'}