Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελισσοτρόφος
μελισταγής
μελίστακτος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
μελίχρως
View word page
μελίττιον
μελίττιον μελίττιον, ου, τό, dim. of μέλιττα, Ar.
ShortDef
little bee
Debugging
Headword:
μελίττιον
Headword (normalized):
μελίττιον
Headword (normalized/stripped):
μελιττιον
IDX:
20667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20688
Key:
meli/ttion
Data
{'content': 'μελίττιον\n μελίττιον, ου, τό,\n dim. of μέλιττα, Ar.', 'key': 'meli/ttion'}