Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελισσότοκος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
μελίστακτος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελίχροος
μελιχρώδης
View word page
μέλιττα
μέλιττα μέλιττα, ἡ, Attic for μέλισσα.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέλιττα
Headword (normalized):
μέλιττα
Headword (normalized/stripped):
μελιττα
IDX:
20666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20687
Key:
me/litta

Data

{'content': 'μέλιττα\n μέλιττα, ἡ,\n Attic for μέλισσα.', 'key': 'me/litta'}