Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελισσοπόνος
μελισσοσόος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
μελίστακτος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
View word page
μελιτοπώλης
μελιτοπώλης μελῐτο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω a dealer in honey, Ar.
ShortDef
a dealer in honey
Debugging
Headword:
μελιτοπώλης
Headword (normalized):
μελιτοπώλης
Headword (normalized/stripped):
μελιτοπωλης
IDX:
20664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20685
Key:
melitopw/lhs
Data
{'content': 'μελιτοπώλης\n μελῐτο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n a dealer in honey, Ar.', 'key': 'melitopw/lhs'}