Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελισσονόμος
μελισσοπόνος
μελισσοσόος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
μελίστακτος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
View word page
μελιτόω
μελιτόω μέλι Pass. to be sweetened with honey, Thuc.
ShortDef
to sweeten with honey
Debugging
Headword:
μελιτόω
Headword (normalized):
μελιτόω
Headword (normalized/stripped):
μελιτοω
IDX:
20663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20684
Key:
melito/omai
Data
{'content': 'μελιτόω\n μέλι\n Pass. to be sweetened with honey, Thuc.', 'key': 'melito/omai'}