Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελισσόβοτος
μελισσονόμος
μελισσοπόνος
μελισσοσόος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
μελίστακτος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίφθογγος
μελίφρων
View word page
μελιτόεις
μελιτόεις μελῐτόεις, εσσα, εν μέλι honied, i. e. sweet, delicious, Pind. sweetened with honey, μελιτόεσσα (sc. μᾶζα) , a honey-cake, as a sacred offering, Hdt.; Attic contr. μελιτοῦττα, Ar.

ShortDef

honied

Debugging

Headword:
μελιτόεις
Headword (normalized):
μελιτόεις
Headword (normalized/stripped):
μελιτοεις
IDX:
20662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20683
Key:
melito/eis

Data

{'content': 'μελιτόεις\n μελῐτόεις, εσσα, εν\n μέλι\n honied, i. e. sweet, delicious, Pind.\n sweetened with honey, μελιτόεσσα (sc. μᾶζα) , a honey-cake, as a sacred offering, Hdt.; Attic contr. μελιτοῦττα, Ar.', 'key': 'melito/eis'}