Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέλισσα
μελίσσειος
μελισσόβοτος
μελισσονόμος
μελισσοπόνος
μελισσοσόος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
μελίστακτος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
μελίτωμα
View word page
μελίτεια
μελίτεια μελίτεια, ἡ, μέλι baulm, Lat. apiastrum, Theocr.

ShortDef

baulm

Debugging

Headword:
μελίτεια
Headword (normalized):
μελίτεια
Headword (normalized/stripped):
μελιτεια
IDX:
20660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20681
Key:
meli/teia

Data

{'content': 'μελίτεια\n μελίτεια, ἡ,\n μέλι\n baulm, Lat. apiastrum, Theocr.', 'key': 'meli/teia'}