Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελισμάτιον
μέλισσα
μελίσσειος
μελισσόβοτος
μελισσονόμος
μελισσοπόνος
μελισσοσόος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
μελίστακτος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτόεις
μελιτόω
μελιτοπώλης
μελιτοῦττα
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργός
μελιτώδης
View word page
μελίστακτος
μελίστακτος μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελίστακτος
Headword (normalized):
μελίστακτος
Headword (normalized/stripped):
μελιστακτος
IDX:
20659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20680
Key:
meli/staktos
Data
{'content': 'μελίστακτος\n μελί-στακτος, ον\n = μελιστᾰγής, Anth.', 'key': 'meli/staktos'}