Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφιτινάσσω
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφιτόμος
ἀμφίτορνος
ἀμφιτρέμω
ἀμφιτρέχω
ἀμφιτρής
ἀμφίτρητος
ἀμφιτρομέω
ἀμφιφαείνω
ἀμφίφαλος
ἀμφιφανής
ἀμφιφοβέομαι
ἀμφιφορεύς
ἀμφιφράζομαι
ἀμφιχάσκω
ἀμφιχέω
ἀμφιχορεύω
ἀμφιχρίομαι
ἀμφίχρυσος
ἀμφίχυτος
View word page
ἀμφίφαλος
ἀμφίφαλος with double crest (v. φάλος), Il.

ShortDef

with double crest

Debugging

Headword:
ἀμφίφαλος
Headword (normalized):
ἀμφίφαλος
Headword (normalized/stripped):
αμφιφαλος
IDX:
2067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2067
Key:
a)mfi/falos

Data

{'content': 'ἀμφίφαλος\n with double crest (v. φάλος), Il.', 'key': 'a)mfi/falos'}