Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
μελίρρυτος
μελίσκιον
μέλισμα
μελισμάτιον
μέλισσα
μελίσσειος
μελισσόβοτος
μελισσονόμος
μελισσοπόνος
μελισσοσόος
View word page
μελίπνοος
μελίπνοος μελί-πνους, ουν honey-breathing, sweet-breathing, Theocr., Anth.
ShortDef
honey-breathing
Debugging
Headword:
μελίπνοος
Headword (normalized):
μελίπνοος
Headword (normalized/stripped):
μελιπνοος
IDX:
20645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20666
Key:
meli/pnous
Data
{'content': 'μελίπνοος\n μελί-πνους, ουν\n honey-breathing, sweet-breathing, Theocr., Anth.', 'key': 'meli/pnous'}