Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
μελίρρυτος
μελίσκιον
μέλισμα
μελισμάτιον
μέλισσα
μελίσσειος
μελισσόβοτος
μελισσονόμος
μελισσοπόνος
View word page
μέλι
μέλι Lat. mel, honey, Hom., etc.

ShortDef

honey

Debugging

Headword:
μέλι
Headword (normalized):
μέλι
Headword (normalized/stripped):
μελι
IDX:
20644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20665
Key:
me/li

Data

{'content': 'μέλι\n Lat. mel, honey, Hom., etc.', 'key': 'me/li'}