Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
μελίρρυτος
μελίσκιον
μέλισμα
μελισμάτιον
μέλισσα
μελίσσειος
View word page
μέλινος
μέλινος μέλῐνος, Epic μείλινος, η, ον μελία ashen, Lat. fraxineus, Hom.
ShortDef
ashen (of the wood of the ash tree)
Debugging
Headword:
μέλινος
Headword (normalized):
μέλινος
Headword (normalized/stripped):
μελινος
IDX:
20641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20662
Key:
me/linos2
Data
{'content': 'μέλινος\n μέλῐνος, Epic μείλινος, η, ον\n μελία\n ashen, Lat. fraxineus, Hom.', 'key': 'me/linos2'}