Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
μελίρρυτος
μελίσκιον
μέλισμα
μελισμάτιον
μέλισσα
View word page
μελίνη
μελίνη .μελίνη (ῐ), ἡ, millet, Lat. panicum, Hdt.: in pl. millet-fields, Xen., Dem.

ShortDef

millet

Debugging

Headword:
μελίνη
Headword (normalized):
μελίνη
Headword (normalized/stripped):
μελινη
IDX:
20640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20661
Key:
meli/nh

Data

{'content': 'μελίνη\n .μελίνη (ῐ), ἡ,\n millet, Lat. panicum, Hdt.: in pl. millet-fields, Xen., Dem.', 'key': 'meli/nh'}