Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
μελίρρυτος
μελίσκιον
μέλισμα
μελισμάτιον
View word page
μελίλωτον
μελίλωτον μελί-λωτον, ου, τό, melilot, a kind of clover, rich in honey, Cratin., etc.

ShortDef

melilot

Debugging

Headword:
μελίλωτον
Headword (normalized):
μελίλωτον
Headword (normalized/stripped):
μελιλωτον
IDX:
20639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20660
Key:
meli/lwton

Data

{'content': 'μελίλωτον\n μελί-λωτον, ου, τό,\n melilot, a kind of clover, rich in honey, Cratin., etc.', 'key': 'meli/lwton'}