Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
μελίρρυτος
μελίσκιον
μέλισμα
View word page
μελικτής
μελικτής μελικτής, οῦ, ὁ, μελίζω a singer, player, Theocr., Mosch.

ShortDef

a singer, player

Debugging

Headword:
μελικτής
Headword (normalized):
μελικτής
Headword (normalized/stripped):
μελικτης
IDX:
20638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20659
Key:
melikth/s

Data

{'content': 'μελικτής\n μελικτής, οῦ, ὁ,\n μελίζω\n a singer, player, Theocr., Mosch.', 'key': 'melikth/s'}