Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
μελίρρυτος
View word page
μελίκομπος
μελίκομπος μελί-κομπος, ον sweet-sounding, Pind.

ShortDef

sweet-sounding

Debugging

Headword:
μελίκομπος
Headword (normalized):
μελίκομπος
Headword (normalized/stripped):
μελικομπος
IDX:
20636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20657
Key:
meli/kompos

Data

{'content': 'μελίκομπος\n μελί-κομπος, ον\n sweet-sounding, Pind.', 'key': 'meli/kompos'}