Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
μελίπνοος
View word page
μελίκηρον
μελίκηρον μελί-κηρον, ου, τό, a honey-comb, Theocr.
ShortDef
a honey-comb
Debugging
Headword:
μελίκηρον
Headword (normalized):
μελίκηρον
Headword (normalized/stripped):
μελικηρον
IDX:
20635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20656
Key:
meli/khron
Data
{'content': 'μελίκηρον\n μελί-κηρον, ου, τό,\n a honey-comb, Theocr.', 'key': 'meli/khron'}