Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μέλι
View word page
μελίθρεπτος
μελίθρεπτος μελί-θρεπτος, ον τρέφω honey-fed, Anth.

ShortDef

honey-fed

Debugging

Headword:
μελίθρεπτος
Headword (normalized):
μελίθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
μελιθρεπτος
IDX:
20634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20655
Key:
meli/qreptos

Data

{'content': 'μελίθρεπτος\n μελί-θρεπτος, ον\n τρέφω\n honey-fed, Anth.', 'key': 'meli/qreptos'}