Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
Μελινοφάγοι
View word page
μελίζω
μελίζω μελίζω, μέλος II to modulate, sing, warble, Theocr.: mostly in Mid., Theocr., Anth. trans. to sing of, celebrate in song, Pind., Aesch.
ShortDef
dismember, cut in pieces
to modulate, sing, warble
Debugging
Headword:
μελίζω
Headword (normalized):
μελίζω
Headword (normalized/stripped):
μελιζω
IDX:
20632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20653
Key:
meli/zw2
Data
{'content': 'μελίζω\n μελίζω,\n μέλος II\n to modulate, sing, warble, Theocr.: mostly in Mid., Theocr., Anth.\n trans. to sing of, celebrate in song, Pind., Aesch.', 'key': 'meli/zw2'}