Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
μέλινος
View word page
μέλιγμα
μέλιγμα μέλιγμα, ατος, τό, a song, Mosch. a pitch-pipe, Mosch.
ShortDef
a song
Debugging
Headword:
μέλιγμα
Headword (normalized):
μέλιγμα
Headword (normalized/stripped):
μελιγμα
IDX:
20631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20652
Key:
me/ligma
Data
{'content': 'μέλιγμα\n μέλιγμα, ατος, τό,\n a song, Mosch.\n a pitch-pipe, Mosch.', 'key': 'me/ligma'}