Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
μελίνη
View word page
μελίγλωσσος
μελίγλωσσος μελί-γλωσσος, ον γλῶσσα honey-tongued, Aesch., Ar.
ShortDef
honey-tongued
Debugging
Headword:
μελίγλωσσος
Headword (normalized):
μελίγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
μελιγλωσσος
IDX:
20630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20651
Key:
meli/glwssos
Data
{'content': 'μελίγλωσσος\n μελί-γλωσσος, ον\n γλῶσσα\n honey-tongued, Aesch., Ar.', 'key': 'meli/glwssos'}