Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελετητήριον
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
μελικτής
μελίλωτον
View word page
μελίγηρυς
μελίγηρυς μελί-γηρυς, Doric μελί-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, sweet-voiced, melodious, Od., Pind.

ShortDef

sweet-voiced, melodious

Debugging

Headword:
μελίγηρυς
Headword (normalized):
μελίγηρυς
Headword (normalized/stripped):
μελιγηρυς
IDX:
20629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20650
Key:
meli/ghrus

Data

{'content': 'μελίγηρυς\n μελί-γηρυς, Doric μελί-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,\n sweet-voiced, melodious, Od., Pind.', 'key': 'meli/ghrus'}