Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφιτέμνω
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτινάσσω
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφιτόμος
ἀμφίτορνος
ἀμφιτρέμω
ἀμφιτρέχω
ἀμφιτρής
ἀμφίτρητος
ἀμφιτρομέω
ἀμφιφαείνω
ἀμφίφαλος
ἀμφιφανής
ἀμφιφοβέομαι
ἀμφιφορεύς
ἀμφιφράζομαι
ἀμφιχάσκω
ἀμφιχέω
ἀμφιχορεύω
ἀμφιχρίομαι
View word page
ἀμφιτρομέω
ἀμφιτρομέω to tremble for, c. gen., Od.
ShortDef
to tremble for
Debugging
Headword:
ἀμφιτρομέω
Headword (normalized):
ἀμφιτρομέω
Headword (normalized/stripped):
αμφιτρομεω
IDX:
2065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2065
Key:
a)mfitrome/w
Data
{'content': 'ἀμφιτρομέω\n to tremble for, c. gen., Od.', 'key': 'a)mfitrome/w'}