Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίκηρον
μελίκομπος
μελίκρατον
View word page
μελίβρομος
μελίβρομος μελί-βρομος, ον βρέμω sweet-toned, Anth.
ShortDef
sweet-toned
Debugging
Headword:
μελίβρομος
Headword (normalized):
μελίβρομος
Headword (normalized/stripped):
μελιβρομος
IDX:
20627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20648
Key:
meli/bromos
Data
{'content': 'μελίβρομος\n μελί-βρομος, ον\n βρέμω\n sweet-toned, Anth.', 'key': 'meli/bromos'}